Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Η αριστερή Ελληνίδα

.

.
Είναι αλήθεια πως ο πρωθυπουργός δεν είχε καμία άλλη λύση στη διάθεση του; Ασφαλώς όχι ενώ, πολύ χειρότερα, ήταν ο μοναδικός που θα μπορούσε τότε να σώσει πραγματικά την Ελλάδα.
 .
.
«Υπάρχει το γεγονός μιας αλήθειας που εκείνη την περίοδο καταπλακώθηκε μέσα στην ολομέτωπη επίθεση κατά της κυβέρνησης. Της αλήθειας ότι ο Τσίπρας το οδήγησε μέχρι εκεί που μπορούσε να το πάει, έχοντας συναίσθηση της ευθύνης για ότι είχε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό, αλλά και της ευθύνης μπροστά στο διακύβευμα. Γι’ αυτό δεν δέχομαι τις κατηγορίες περί προδοσίας και εξαπάτησης.
Δεν είχε άλλα στο μυαλό του κι άλλα έκανε, δεν είπε ψέματα, δεν οπισθοχώρησε. Πάλεψε να διαχειριστεί μια σκληρή, αμετακίνητη κατάσταση που ορθώθηκε μπροστά του άκρως απειλητική. Και το πήγε ως το όριο της αντοχής που είχε η χώρα μπροστά στην τρομακτική πίεση, τον πνιγμό, την τιμωρία. Είναι περιττό να
πω αν συμφωνεί ο Τσίπρας με ότι αναγκάστηκε να κάνει, ότι θα ήθελε να τα κάνει όλα αλλιώς. Ναι, αγωνίστηκε όσο καλύτερα μπορούσε έχοντας απόλυτη συναίσθηση της επικίνδυνης κατάστασης.
Διαπραγματεύτηκε μέχρι τελευταία στιγμή για μια συμφωνία που δεν θα υπάκουε στους ίδιους νόμους του αδιεξόδου: στην παράλογη λιτότητα. Και στην τελευταία πρόταση συμφωνίας από τους δανειστές, στο εκβιαστικό «take it or leave it», πάλεψε όσο άντεξε. Και έκανε αυτό που κάθε δημοκράτης, αριστερός πολιτικός θα έκανε: ρώτησε τον λαό που τον εξέλεξε προκειμένου να αντισταθεί, «να υπογράψω;» Και ο λαός μας απάντησε περήφανα και αποστομωτικά: «όχι», παρ’ όλη τη βία εκείνης της κρίσιμης εβδομάδας πριν από το δημοψήφισμα, την απίστευτη προπαγάνδα τότε που το παλιό σύστημα έπαιζε τα ρέστα του… Θυμάστε όσους έτρεχαν να φυγαδεύσουν τις καταθέσεις τους με τον φόβο του κουρέματος των τραπεζικών καταθέσεων;
Θυμάστε τον διχασμό; Εκείνοι που είχαν να χάσουν πολλά και είχαν ήδη βγάλει τα χρήματά τους στο εξωτερικό και εκείνοι που δεν είχαν να χάσουν πια τίποτα. Ο Τσίπρας ζήτησε την κρίσιμη στιγμή τη γνώμη του ελληνικού λαού, κι αυτός, παρ’ όλο των ωμό εκβιασμό, που του έκλεισαν προκλητικά τις τράπεζες, του είπε: «να αντισταθείς». Θυμάστε τη συγκέντρωση του «όχι» στο Σύνταγμα; Μια φωνή που δυνάμωνε, μια δύναμη που μας ένωνε… Και μια μεγάλη απορία: μα τελικά ήμασταν τόσοι πολλοί και θέλουν να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχουμε;…
Ο Τσίπρας, έχοντας ρωτήσει τον ελληνικό λαό στο δημοψήφισμα, έφυγε για να διαπραγματευτεί ξανά με τους δανειστές μια καλύτερη συμφωνία. Είχε πάρει καθαρή εντολή δικαιότερης συμφωνίας, όχι εντολή ρήξης ή εξόδου από την Ευρώπη ή το ευρώ. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν σαφές: «Συμφωνείτε με την πρόταση των δανειστών;». Στηριζόμενος στο κρυστάλλινο «όχι» του ελληνικού λαού, επέστρεψε με μια συμφωνία που ήταν μακριά από αυτό που οραματιζόταν αρχικά. Έκανε έναν συμβιβασμό, όχι όμως ταπεινωτικό· έναν συμβιβασμό που πίστευε ότι είχε μια προοπτική: να οδηγήσει τελικά στο τέλος της ηγεμονίας των ισχυρών, στο τέλος της παράλογης λιτότητας.
Κι έκανε πάλι αυτό που θα έπρεπε να κάνει κάθε αριστερός πολιτικός που σέβεται την ψήφο του λαού του, αλλά κυρίως σέβεται τον εαυτό του: έθεσε ξανά στην κρίση του λαού τις επιλογές του προκαλώντας τις εκλογές του Σεπτέμβρη του ’15. Είπε ξεκάθαρα: «Στις πρώτες εκλογές εκλέχθηκα με ένα πρόγραμμα που οραματιζόταν τον άμεσο τερματισμό της ατιμωτικής επιτροπείας και της λιτότητας. Έδωσα έναν γνήσιο, καθαρό αγώνα, με όσες δυνάμεις είχα. Αυτά κατάφερα. Ζήτησα τη γνώμη σας στα δύσκολα, στο αδιέξοδο. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν στα χέρια μου δύναμη. Που δυστυχώς υποτιμήθηκε. Αυτή τη συμφωνία έφερα. Συμφωνείτε; Συνεχίζουμε μαζί τον αγώνα;» Και ο λαός μας, απάντησε πάλι. Και εμπιστεύτηκε ξανά στον ΣΥΡΙΖΑ την ελπίδα» (πηγή).

Άποψη

Στη γυάλα με τα χρυσόψαρα εύκολα αλλάζει κανείς πολιτικές ιδεολογίες και αντιλήψεις – το ίδιο ίσως θα έκανα και εγώ. Ξεκινώντας από την τελευταία πρόταση του παραπάνω κειμένου, επειδή είναι παράλογο να εμπιστεύεται κανείς την ελπίδα σε αυτόν που τη δολοφόνησε (άρθρο), δεν σημαίνει αυτόματα πως ο λαός στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση κατηγορείται για παραλογισμό; Δεν είναι φανερό πως εκείνοι οι πολύ λιγότεροι Έλληνες που ψήφισαν τότε την ίδια κυβέρνηση το έκαναν από κεκτημένη ταχύτητα, καθώς επίσης επειδή κανένας δεν μπορεί να αλλάξει επιλογές μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Είναι αριστερή η πολιτική που εφαρμόζει; Έτσι έσκυβε το κεφάλι η αριστερά στην ιστορία;
Δεν είναι εύλογο πως κάποιος που δεν σέβεται ένα δημοψήφισμα όπως απαιτεί το Σύνταγμα, ενεργεί παράνομα και εις βάρος της χώρας του; Με ποιο δικαίωμα διαπραγματεύθηκε ο πρωθυπουργός το δημοψήφισμα, αλλάζοντας την απόφαση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων; Τι διαφορετικό είχε πει ο πρωθυπουργός της κατοχικής κυβέρνησης, όταν ισχυρίσθηκε τα παρακάτω;
«Βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα ιστορικό δίλημμα: ή να αφήσω να συνεχιστεί ο αγώνας και να καταλήξει σε ολοκαύτωμα ή να υπακούσω στις παρακλήσεις και να αναλάβω της πρωτοβουλία της συνθηκολόγησης. Τόλμησα το δεύτερο και δεν υπολόγισα ευθύνες, ενώ μέχρι σήμερα δεν μετάνιωσα για το τόλμημα μου, αλλά αισθάνομαι υπερήφανος»
Το σημαντικότερο όμως όλων, είναι αλήθεια πως ο πρωθυπουργός δεν είχε καμία άλλη λύση στη διάθεση του; Ασφαλώς όχι ενώ, πολύ χειρότερα, ήταν δυστυχώς ο μοναδικός που θα μπορούσε τότε να σώσει πραγματικά την Ελλάδα. Το πώς θα μπορούσε να το κάνει, περιγράφεται σε ένα παλαιότερο άρθρο μου, σύμφωνα με τον οποίο τα εξής:

Η λύση της παραίτησης

«Δεν υπάρχει πλέον κανένας που να διατηρεί κάποια αμφιβολία, σχετικά με το ποιός κυβερνάει πραγματικά την Ελλάδα μετά το 2010 – όπου εγκαινιάσθηκε το εκ προμελέτης διαρκές έγκλημα των μνημονίων (ανάλυση). Έκτοτε, οι τυπικές κυβερνήσεις που εκλέγουν οι Έλληνες δεν είναι τίποτα άλλο, από διακοσμητικά στοιχεία – ακόμη χειρότερα, πρόκειται για άβουλα, θλιβερά υποχείρια των δανειστών, η μοναδική υποχρέωση των οποίων είναι να διατηρήσουν την κοινωνική ηρεμία.
Με απλά λόγια, η κύρια φροντίδα τους είναι να μην επαναστατήσουν και να μην εξεγερθούν οι Έλληνες, έχοντας την έωλη ελπίδα πως κάποια στιγμή η κρίση θα περάσει – ενώ έως τότε δεν θα χάσουν όλα όσα έχουν και δεν έχουν, με θύματα κυρίως τα παιδιά τους και αρκετές από τις επόμενες γενιές.
Στα πλαίσια αυτά, εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί να κατηγορήσει το σημερινό πρωθυπουργό, όταν όλοι οι προηγούμενοι, πιθανότατα και οι επόμενοι, θα παραμείνουν πιόνια στα χέρια των δανειστών – πόσο μάλλον όταν η Ελλάδα θεωρείται πλέον κατεχόμενη χώρα, χωρίς καμία δυνατότητα απελευθέρωσης της.
Πρόκειται όμως για μία παραπλανητική ερώτηση, αφού είναι ο μοναδικός που θα μπορούσε σήμερα να διασώσει την Ελλάδα, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια: απλά και μόνο με την παραίτηση του, αρκεί βέβαια να συνοδευόταν από την ειλικρινή και δημόσια αιτιολογία της.
Ειδικότερα, θα όφειλε παραιτούμενος να εκμυστηρευτεί δημόσια στους Έλληνες ότι, εκβιάζεται από τη γερμανική κυβέρνηση και τους υπόλοιπους δανειστές – οι οποίοι τον υποχρεώνουν να ψηφίζει, καθώς επίσης να εφαρμόζει νόμους και διαδικασίες που είναι αντίθετοι με τα συμφέροντα της πατρίδας του. Πως με τον τρόπο αυτό ολοκληρώνεται η απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίζεται μεθοδικά η πλήρης λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας μας – όταν ο ίδιος έχει καταδικαστεί στο ρόλο του Τσολάκογλου της ναζιστικής κατοχής της Ελλάδας.
Εάν τώρα είχε το θάρρος να το κάνει αναλαμβάνοντας το όποιο ρίσκο, χωρίς να δίνει βέβαια σημασία στη διατήρηση της καρέκλας του, η Ελλάδα θα είχε μεγάλες πιθανότητες να ξεφύγει πραγματικά από την κρίση – αφού είμαι βέβαιος ότι, η πλειοψηφία των Ευρωπαίων Πολιτών θα τασσόταν στο πλάι των Ελλήνων, κατανοώντας πως όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα αποτελούν το προοίμιο αυτών που θα επιβληθούν και στους ίδιους. Ότι η Ελλάδα αποτελεί το πειραματόζωο της επιβολής μίας νέας τάξης πραγμάτων, η οποία θα θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το 1984 του Orwell – την υποταγή και τον έλεγχο του 99% των ανθρώπων από τους εκλεκτούς του 1%, οι οποίοι τα θέλουν όλα δικά τους.
Περαιτέρω έχω την άποψη πως ο σημερινός πρωθυπουργός είναι ο μοναδικός που έχει τη δυνατότητα να διασώσει την Ελλάδα παραιτούμενος, επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση είναι απόλυτα ειλικρινής – με την έννοια πως τάσσεται καθαρά υπέρ των μνημονίων και δεν λέει ψέματα, όπως είχε πει ο ίδιος πριν την εκλογή του.
Ειδικότερα, δεν αναφέρεται καθόλου στην ανάγκη διαγραφής του χρέους, όταν ταυτόχρονα ισχυρίζεται πως χωρίς ανάπτυξη, δεν υπάρχει λύση για κανένα απολύτως πρόβλημα της χώρας – αν και γνωρίζει πως η ανάπτυξη προϋποθέτει την αύξηση της ζήτησης και τις επενδύσεις, αφού κανένας δεν επενδύει χωρίς να υπολογίζει πως τα εμπορεύματα που θα παράγει και οι υπηρεσίες που θα προσφέρει θα πουληθούν. Ιδίως σε μία χώρα που η παραγωγική της δυναμικότητα είναι ήδη πολύ μεγαλύτερη, από αυτήν που έχει ανάγκη, με την έννοια πως την εκμεταλλεύεται μόλις κατά 60-65%.
Πώς όμως θα αυξηθεί η ζήτηση, όταν η αξιωματική αντιπολίτευση τάσσεται υπέρ των μειώσεων των μισθών και των συντάξεων, τις οποίες απαιτούν οι δανειστές; Θα μπορούσε βέβαια να μας απαντήσει πως η αυξημένη ζήτηση θα προέλθει από το εξωτερικό, οπότε θα διενεργούνταν επενδύσεις στις αντίστοιχες βιομηχανίες.
Θα επρόκειτο όμως για μία ανόητη απάντηση, αφού όλος σχεδόν ο πλανήτης είναι βυθισμένος στην ύφεση – ενώ ταυτόχρονα όλες οι χώρες προσπαθούν να ξεφύγουν από τα προβλήματα τους, μέσω της αύξησης των εξαγωγών τους. Οι πιθανότητες να τις ανταγωνιστεί η Ελλάδα δεν είναι καθόλου ευοίωνες, οπότε θα ήταν καλύτερα να μην υπολογίζει η αξιωματική αντιπολίτευση σε θαύματα.
Θα απαντούσε ίσως τότε πως υπάρχει ακόμη ο τουρισμός, η μεγαλύτερη βιομηχανία της Ελλάδας – η οποία είναι σε καλύτερη κατάσταση από τις γύρω εμπόλεμες χώρες, όπως η Τουρκία, η Συρία, η Αίγυπτος, η Λιβύη κτλ. Θα ξεχνούσε τότε το μεταναστευτικό, λόγω του οποίου απειλείται ο τουρισμός στο Αιγαίο – ενώ υπάρχουν πολλές άλλες πιο ασφαλείς χώρες στην Ευρώπη, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Θα ξεχνούσε επίσης τα προβλήματα των Ρώσων με το υποτιμημένο ρούβλι, καθώς επίσης των Βρετανών λόγω του BREXIT – ενώ η Ελλάδα έχει μεν μεγάλα έσοδα από τον τουρισμό (γράφημα, dαπάνες εισερχόμενου τουρισμού – έσοδα- ανά χώρα και περιοχή του πλανήτη σε δις $.), αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό ευκαιριακά.
Συνεχίζοντας, οι επενδύσεις απαιτούν κάτι ακόμη: την ασφάλεια αυτών που τις δρομολογούν και που δεν μπορεί να είναι οι Έλληνες, αφού έχουν χάσει ήδη πάρα πολλά – ενώ όποιος χρεοκοπεί χάνει πια το θάρρος του να ξεκινήσει ξανά από την αρχή, πεθαίνει ως επιχειρηματίας.
Πώς όμως θα νοιώθουν ασφαλείς οι ξένοι επενδυτές, σε μία χώρα που έχει τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στην περιοχή της και που κανένας δεν ξέρει τι φόροι θα του επιβληθούν ή τι θα του ξημερώσει την επόμενη ημέρα; Που οι τράπεζες της είναι χρεοκοπημένες, πλημμυρισμένες από τα κόκκινα δάνεια και που οι καταθέσεις δεν πρόκειται να μείνουν ανέπαφες, όταν χρειαστούν (και θα χρειαστούν) ξανά αύξηση κεφαλαίων;
Σε ένα κράτος που είναι ήδη με το ένα πόδι εκτός της ΕΕ, λόγω των ελέγχων κεφαλαίων, καθώς επίσης με το ενάμιση εκτός της Ευρωζώνης; Που βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας λόγω του ύψους των δημοσίων χρεών του, όπου δεν αναφέρει καν η αξιωματική αντιπολίτευση πώς θα τα χειριστεί; Που το ασφαλιστικό του έχει καταρρεύσει, που οι Θεσμοί του έχουν παραλύσει, που η διαφθορά, οι εκβιασμοί και η διαπλοκή μεσουρανούν, που η γραφειοκρατία καλπάζει, που το χρηματιστήριο είναι ήδη νεκρό και που όλες σχεδόν οι κοινωνικές ομάδες υποφέρουν;
Που η πιστοληπτική αξιολόγηση του δημόσιου και ιδιωτικού του τομέα, ο οποίος δεν μπορεί να εξυπηρετήσει κόκκινα χρέη άνω των 200 δις €, είναι ήδη στα τάρταρα; Που ακόμη και να είχαν οι τράπεζες άφθονα χρήματα, δεν θα ήξεραν πού να τα δανείσουν, αφού κανένας δεν εμπιστεύεται υφιστάμενους η μελλοντικούς ανέργους και χρεοκοπημένες ή υποψήφιες για χρεοκοπία επιχειρήσεις;
«Επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων», θα αντέτασσε αμέσως η αξιωματική αντιπολίτευση, συμφωνώντας με την ευρωπαϊκή Τρόικα και με το φιλεύσπλαχνο ΔΝΤ, το οποίο φαίνεται να θαυμάζει. Οι ιδιωτικοποιήσεις όμως δεν είναι καινούργιες επενδύσεις, οπότε δεν προκαλούν ανάπτυξη και δεν δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Επομένως δεν θα μειωνόταν η ανεργία, χωρίς τον περιορισμό της οποίας δεν θα αυξηθεί ποτέ η ζήτηση και δεν θα λυθεί ποτέ το ασφαλιστικό. Όσον αφορά δε το παράδειγμα της Cosco είναι εξαίρεση – ενώ τα λιμάνια της στην Ευρώπη εξυπηρετούν άλλους, ανίερους σκοπούς (άρθρο).
Θα πρόσθετα επίσης πως ακόμη και όταν φέρνουν κάποιες θέσεις εργασίας οι ιδιωτικοποιήσεις, δεν γίνονται σε εποχές που οι τιμές έχουν εντελώς εξευτελιστεί – σκόπιμα φυσικά, για να γίνει εφικτή η λεηλασία της χώρας, με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Ως εκ τούτου, ακόμη και να αποτελούσαν λύση, δεν μπορεί να ισχυριστεί η αντιπολίτευση πως θα ήταν αρκετή για να μειώσει το ελληνικό χρέος.
Ειδικά επειδή γνωρίζει πολύ καλά πως από τα 300 δις € που είχε εκτιμήσει το ΔΝΤ το 2010 την περιουσία του δημοσίου, χωρίς τους υδρογονάνθρακες και τις τράπεζες (πηγή), με το τρίτο μνημόνιο εκτιμήθηκαν όλα μαζί στα 50 δις € (όταν την ίδια στιγμή το δημόσιο χρέος επιβαρύνθηκε με 40 δις € από τη δήθεν διάσωση των τραπεζών!) και παραδόθηκαν άνευ όρων στους δανειστές από τον «ηγέτη της αριστεράς». Εάν ρωτούσε άλλωστε τους ίδιους τους αμερικανούς που έχουν ιδιωτικοποιήσει ακόμη και τις φυλακές τους (ντοκιμαντέρ), σε πολύ καλύτερες εποχές και προϋποθέσεις βέβαια, θα της έλεγαν πως πρόκειται για κλοπή – για μία νόμιμη διαδικασία φυσικά, αλλά για μία εν ψυχρώ κλοπή.
Με κριτήριο τις θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης λοιπόν, καθώς επίσης με την ποιότητα των στελεχών που έχει στη διάθεση της, είναι λογική η απόγνωση, από την οποία έχει καταληφθεί κυρίως η μεσαία τάξη. Αυτή η οποία αφενός μεν γνωρίζει καλύτερα τις συνθήκες και τις προοπτικές της χώρας, αφετέρου δεν τα έχει χάσει ακόμη όλα. Αυτός είναι ο λόγος που εκτιμώ πως τα κινήματα που θα δημιουργηθούν θα έχουν εκείνη τη μεσαία τάξη ως θεμέλιο, η οποία θα προσπαθήσει με νύχια και με δόντια να προστατεύσει ότι της έχει απομείνει.
Κλείνοντας, η μοναδική ρεαλιστική λύση δεν είναι άλλη από τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους, με κάθε θυσία – ακόμη και αν προϋποθέτει τη στάση πληρωμών μέσα στο ευρώ, με κάθε ρίσκο. Έτσι θα γίνει εφικτή η αντίστοιχη διαγραφή ενός μέρους του ιδιωτικού χρέους, οπότε θα τοποθετηθούν οι βάσεις για την αύξηση της ζήτησης, για τις επενδύσεις, για την ανάπτυξη και για την καταπολέμηση του εφιάλτη της ανεργίας.
Όλα τα άλλα είναι ουτοπικά και απλά χάνεται πολύτιμος χρόνος, τον οποίο δεν έχει στη διάθεση της ούτε η Ελλάδα, ούτε η Ευρώπη – η οποία ασφαλώς δεν θα μείνει ανέπαφη και ανέγγιχτη από αυτά που θα συμβούν στη χώρα μας, εάν βυθιστεί στο χάος και στην αναρχία. Εν τούτοις, δεν πρόκειται να διαγραφεί ποτέ το χρέος, εάν κάποιος πρωθυπουργός δεν συμπεριφερθεί όπως είναι υποχρεωμένος από τη θέση του – εάν δεν παραιτηθεί δηλαδή, αρνούμενος το ρόλο του Τσολάκογλου της κατοχής».
.
Με κριτήριο τα παραπάνω λοιπόν, νομίζω πως από όλους τους πρωθυπουργούς των μνημονίων, ο σημερινός έχει τις μεγαλύτερες ευθύνες – απλά και μόνο επειδή αποτελούσε την ύστατη ελπίδα των Ελλήνων, ενώ είχε τη λύση στη διάθεση του, την οποία δυστυχώς πρόδωσε, μαζί με την ιδεολογία και τους συντρόφους του που εκδίωξε. Φυσικά μπορεί να κάνω λάθος, αλλά αυτή είναι η άποψη και η πεποίθηση μου.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, είναι προφανώς λογικό το να υπερασπίζει μία γυναίκα το σύζυγο της, ακόμη και όταν έχει άδικο – ειδικά εάν της προσφέρει τόσα πολλά προνόμια. Ταυτόχρονα όμως είναι υποκριτικό να λέει πως «κλαίει και οδύρεται κάθε 5η Ιουλίου», στο μνημόσυνο του τρίτου μνημονίου, όταν γνωρίζει πολύ καλά πως ο σύζυγος της δεν ήταν μόνο η τελευταία ελπίδα ενός λαού που έχει υποφέρει τα πάνδεινα αλλά, επίσης, είχε τη μοναδική λύση που υπήρχε για την Ελλάδα στα χέρια του – τα οποία εμπιστεύθηκαν οι Έλληνες. Βέβαια η ίδια περιγράφει την αιτία της κυβίστησης του στο τέλος της συνέντευξης της, γράφοντας τα εξής:
«Νομίζω ότι αν κάποιος θέλει να αλλοτριωθεί από την εξουσία, μπορεί να το πετύχει πολύ εύκολα. Η εξουσία, ακόμα και η αριστερή, χτυπάει σε πολύ εσωτερικές χορδές του ανθρώπου, έχει να κάνει με την αυταρέσκειά του, με την εικόνα του εαυτού του, ακόμα και με τη λίμπιντό του. Ο ναρκισσισμός καιροφυλακτεί. Πρέπει να δουλέψεις πολύ με τον εαυτό σου για εσωτερική ισορροπία και αυτογνωσία, για να ξέρεις κάθε στιγμή από πού ξεκίνησες και πού πηγαίνεις. Ίσως η ψυχανάλυση να βοηθούσε τους πολιτικούς… Αλλά ποιος αντέχει να συγκρουστεί με το είδωλό του;»
Στα πλαίσια αυτά, δεν υπάρχει λόγος να προσθέσω τίποτα, ενώ το τελευταίο που θα ήθελα θα ήταν να επικρίνω μία σύζυγο πρωθυπουργού που είχε το θάρρος να εκφέρει δημόσια την άποψη της – ελπίζοντας βέβαια να μην οφείλεται σε κάποια αμερικανική εταιρεία δημοσίων σχέσεων που έχει αναλάβει να ωραιοποιήσει την εικόνα του πρωθυπουργού, εν όψει της προεκλογικής εκστρατείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου