Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ


Περί της Καταγωγής των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων – μέρος Ζ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ (ΜΕΡΟΣ Ζ’)
Μανώλης ΚαρακώσταςMSc Διοίκησης Επιχειρήσεων
Επαγγελματίας Υγείας – Ερευνητής
Αφού ολοκληρώθηκε η έρευνα για την καταγωγή των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, με βάση τις ιστορικές πηγές και την σχετική βιβλιογραφία, ήρθε η ώρα να προβούμε σε ορισμένες παρατηρήσεις. Βλέπουμε λοιπόν, πως από την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη μέχρι και την βασιλεία του Θεοδοσίου Β’, οι Αυτοκράτορες ήταν Ιλλυριοί και Ίβηρες, ενώ από τα τέλη της Δυναστείας του Θεοδοσίου με τον Μαρκιανό έως και τον Τιβέριο Κωνσταντίνο οι Βασιλείς ήταν εκλατινισμένοι/λατινίζοντες Έλληνες, για να ακολουθήσει η περίοδος της βασιλείας του Μαυρικίου, που από αυτήν και έπειτα όπως είδαμε όλοι οι Αυτοκράτορες ήταν Έλληνες, ελληνιστές ή εξελληνισμένοι.
Σαφώς, υπήρχαν και ορισμένες εξαιρέσεις στα χρονικά αυτά διαστήματα, όπου βασίλευσαν και μη Έλληνες, όμως αυτό συνέβη σε ακραίες περιπτώσεις, όπως την περίοδο της εικοσαετούς αναρχίας, περιόδους εξωτερικών πιέσεων, όπως οι αρχές του 9ου αιώνα, που η Αυτοκρατορία είχε τεθεί αντιμέτωπη με τους Βουλγάρους ή σε περιπτώσεις που δεν υπήρχε επίσημος διάδοχος στον θρόνο και αναλάμβανε ο γαμπρός του Αυτοκράτορα, όπως συνέβη με τον Ζήνωνα. Η βασιλεία όμως αυτών ήταν ολιγοετής και πολλοί από αυτούς είχαν ανέλθει στον θρόνο με την ανοχή ή και την υποβοήθηση της ευρύτερης διοίκησης, πολλές φορές για εξυπηρέτηση συμφερόντων (π.χ. εικοσαετής αναρχία).450
Οι επίσημες συνθήκες τότε δεν επέτρεπαν σε βαρβάρους να ανέλθουν στον θρόνο, και τρανό παράδειγμα περί αυτού αποτελεί η περίπτωση του πατρικίου Άσπαρ, που αν και ήταν ο ισχυρότερος άνδρας του κράτους, δεν μπόρεσε να πάρει την εξουσία διότι είχε γερμανική καταγωγή και φιλοαρειανικά αισθήματα,451 και γι’ αυτό προώθησε στον θρόνο τον Λέοντα Α’, αφού το κατά κύριο λόγο ελληνικό/θρακικό υπόστρωμα της Κωνσταντινουπόλεως δεν θα ανεχόταν έναν βάρβαρο ως αρχηγό του κράτους.452 Αλλά ακόμα κι αν τύχαινε να βρεθεί στον θρόνο κάποιος βάρβαρος, έπρεπε να δεχθεί τον εξελληνισμό, όπως ο Ζήνων ο οποίος μετονομάστηκε.453 Από το σημείο αυτό και εξής, με βάση την έρευνα που διεξήχθη για τους Αυτοκράτορες, θα παραθέσουμε κάποιες σχετικές παρατηρήσεις για το σύνολο της ιστορίας της Ρωμανίας, περί του ζητήματος της ελληνικότητας.
  • Σύμφωνα με τους ιστορικούς, όταν μιλάμε για Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το χρονικό της εύρος είναι από το 27 π.Χ., όταν από δημοκρατία έγινε αυτοκρατορία, έως το 476 μ.Χ., με την πτώση της Ρώμης.454, 455, 456, 457 Όταν γίνεται λόγος για «Βυζαντινή Αυτοκρατορία», εννοούμε την εποχή από το 330 έως το 1453.457, 458 Δηλαδή, παρατηρείται μια κοινή περίοδος σε αυτά τα δύο ιστορικά μεγέθη, από το 330 έως το 395, όπου υπάρχει ταύτιση της ιστορίας, αφού η λατινική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνεχίζει την ιστορία της με το δυτικό τμήμα έως το 476 και κατά τον Finley δεν αποτελεί κομμάτι της ελληνικής ιστορίας.459 Επί βασιλείας Θεοδοσίου Β’ του Μικρού, βλέπουμε την πρώτη εισχώρηση των Ελλήνων στην διοίκηση, πρώτα με το Πανδιδακτήριον, όπου οι Έλληνες ρήτορες ήταν περισσότεροι κατά έναν 460 ή δύο από τους Λατίνους,461διδάσκαλοι οι οποίοι συγκαταλέγονταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, μετά από εικοσαετή υπηρεσία,461 αν και ήδη επί Θεοδοσίου του Μεγάλου, στην βασιλική βιβλιοθήκη υπήρχαν τέσσερις Έλληνες αντιγραφείς έναντι τριών Λατίνων.462 Το Πανδιδακτήριον δημιουργήθηκε με την συμβολή της Ευδοκίας, η οποία ήταν σύζυγος του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, καταγόταν από την Αθήνα και διακρινόταν για την μόρφωση και την παιδεία της,463 αλλά και του Έλληνα Κύρου του Πανοπολίτου, επάρχου τη Κωνσταντινουπόλεως και λογίου,464 ο οποίος εξέδωσε τα διατάγματά του στα ελληνικά, και επετέλεσε πολλά έργα στην Βασιλεύουσα, ανάμεσα σε αυτά την αποκατάσταση των τειχών της Πόλεως και την ανέγερση του Ναού της Θεοτόκου.465 Έπειτα, βλέπουμε την αδελφή του Αυτοκράτορα, Πουλχερία, να παντρεύεται τον Θράκα στρατιωτικό και κατοπινό Αυτοκράτορα Μαρκιανό.466 Φαίνεται λοιπόν, πως σχεδόν αμέσως μετά τον οριστικό διαχωρισμό του κράτους, στο ανατολικό τμήμα οι Έλληνες έκαναν την εμφάνισή τους στην πολιτική διοίκηση.
  • Αυτό το γεγονός δεν συνέβη καθόλου τυχαία, σε συνδυασμό μάλιστα και με την χρονική περίοδο κατά την οποία εκτυλίχτηκε. Από σχετική έρευνα του ιστορικού P. Veyne βλέπουμε πως οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Ρωμαίους δεν ήταν οι καλύτερες καθ’ όλη την διάρκεια της ρωμαιοκρατίας, αφού οι πρώτοι στην ουσία είχαν χάσει τα ηνία της εξουσίας από τους δεύτερους, παρ’ όλο που ο πολιτισμός που δέσποζε στον τότε κόσμο ήταν ο ελληνικός.467 Έτσι λοιπόν, το έτος 395 ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για τους Έλληνες να αποκοπούν οριστικά από τους Λατίνους, αφού «θεωρητικά επρόκειτο ακόμα για μια ενοποιημένη αυτοκρατορία, αλλά στην πραγματικότητα υπήρχαν εφεξής δύο δίδυμες αυτοκρατορίες», γεγονός που πήρε και επίσημο χαρακτήρα στις 24 Απριλίου 410, όταν με νόμο η αυτοκρατορική εξουσία στην Ανατολή θεωρείται ανεξάρτητη, αφού γίνεται λόγος για «regiones nostri imperii», μεθερμηνευόμενο ως «κυβέρνηση των περιοχών μας». Έτσι λοιπόν, το έτος 396 βλέπουμε την διοίκηση της Ανατολής να απαγορεύει στον Στηλίχωνα, κηδεμόνα του Ονωρίου, να σταματήσει την προέλαση των Γότθων στον ελλαδικό χώρο, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο, πως κανένας Δυτικός δεν είχε αρμοδιότητες στην Ανατολική Αυτοκρατορία.
Αργότερα, δημιουργήθηκαν και οι διαμάχες ανάμεσα στις δύο Αυτοκρατορίες για το λατινόφωνο μέρος της βαλκανικής χερσονήσου, με τους Ανατολικούς να ορίζουν τον Αλάριχο ως διοικητή του Ιλλυρικού θέματος, εκτρέποντας τα χτυπήματά του προς την Ιταλία, ώσπου το 410 ήρθε η κατάληψη της Ρώμης από τους Γότθους. Από το σημείο αυτό και έπειτα η Ανατολή θα αφήσει απροστάτευτη την Δύση στα χτυπήματα των βαρβάρων λαών, με τον Dagron να συνοψίζει τα ιστορικά αυτά γεγονότα λέγοντας πως «η Ανατολή πρόδωσε την Αυτοκρατορία. επέτρεψε στους Βαρβάρους να θριαμβεύσουν επιδιώκοντας την ανεξαρτησία της», αφού δεν έδειξαν ενδιαφέρον για τις απώλειες των δυτικών επαρχιών, χαρακτηρίζοντας τους Έλληνες θηλυπρεπείς, που κυβερνούνται από ευνούχους και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η πολυτέλεια, το τσίρκο και το θέατρο. Κάπου εδώ λοιπόν, επέρχεται και το τέλος της ρωμαιοκρατίας σύμφωνα με τον Κ. Παπαρρηγόπουλο,468 δηλαδή την περίοδο του Θεοδοσίου Β’, επισημαίνοντας κι αυτός πως ανάμεσα στα συμφέροντα και τα αισθήματα της Κωνσταντινουπόλεως και αυτά της Ρώμης υπήρχε μεγάλη διαφορά, με συνέπεια να μην ανατεθεί η ανώτατη εξουσία στον θείο και προστάτη του Θεοδοσίου, Ονώριο, που ήταν Αυτοκράτορας της Δύσης, επαληθεύοντας κατά κάποιον τρόπο τα λεγόμενα του Veyne. Όλα αυτά αναφέρθηκαν για να αποδείξουμε πως η εξουσία της Ανατολικής Αυτοκρατορίας πλέον είχε περάσει στους Έλληνες, γι’ αυτό και στα τέλη του 5ου αι. «εμφανιζόταν η αντίληψη μιας καθαρά ανατολικής μοναρχίας»,469 καταδεικνύοντας παράλληλα και κάτι άλλο εξ’ ίσου σημαντικό, που αφορά την εθνική απόχρωση της Αυτοκρατορίας.
  • Πολλές φορές έχουν ακουστεί απόψεις ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μία και ενιαία ως το 1453, και πως το «Βυζάντιο» ήταν μεν ελληνικό ως προς τον πολιτισμό, κάτι όμως που δεν συνέβαινε κατά το εθνολογικό στοιχείο, αφού μέσα στο κράτος ζούσαν κατά καιρούς Αρμένιοι, Σλάβοι, Σύριοι, Αιγύπτιοι, Βούλγαροι, γερμανικά φύλα και άλλοι. Ας ξεκινήσουμε με την δεύτερη δοξασία. Κατ’ αρχάς, η ύπαρξη αλλοεθνών εντός της Αυτοκρατορίας δεν σημαίνει κάτι, αφού σε όλες τις Αυτοκρατορίες του κόσμου το φαινόμενο αυτό ήταν υπαρκτό. Πέραν τούτου, υπάρχει ένα λάθος στην άποψη αυτή, διότι ναι μεν ζούσαν άνθρωποι άλλων εθνικοτήτων στην Αυτοκρατορία, όμως όλα εκείνα τα έθνη απ’ όπου προέρχονταν αυτά τα άτομα είχαν δικό τους κράτος, εδικά από τον 7ο αι. και μετά. Με αυτό θέλουμε να δείξουμε ότι οι άνθρωποι των εθνών αυτών δεν ήταν κομμάτι της Αυτοκρατορίας, αλλά μέτοικοι. Αφού αναλογιστούμε λοιπόν, ότι αυτό συνέβη με όλες τις Αυτοκρατορίες, ας φέρουμε για παράδειγμα αυτή του Αλεξάνδρου, η οποία μπορεί πληθυσμιακά να υπερίσχυε το μη ελληνικό στοιχείο, όμως αδιαμφισβήτητα ήταν ελληνική. Πόσο μάλλον ελληνική ήταν η Ρωμανία, που εκτός των άλλων υπερίσχυε το ελληνικό στοιχείο και σε σχέση με τον πληθυσμό και εκτεινόταν σε λαούς και περιοχές ήδη εξελληνισμένες, από τους ελληνιστικούς χρόνους.470
Όσον αφορά τώρα την πρώτη δοξασία, ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν η ίδια μέχρι το 1453, έχουμε να πούμε πως αυτό συνέβη μόνο κατ’ όνομα και όχι κατ’ ουσία. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δημιουργήθηκε το 27 π.Χ, η οποία προήλθε από την Ρωμαϊκή Δημοκρατία, και ήταν αυτοκρατορία λατινική.471 Και τι εννοούμε όταν λέμε λατινική; Ότι το άρχων στοιχείο ήταν το λατινικό, όπως στην Μηδική ήταν το περσικό, στην Βαβυλωνιακή το βαβυλωνιακό, στην Αγγλική που κατείχε το 24% της γης και το 23% του πληθυσμού της το αγγλικό,472, 473 ότι δηλαδή από τα αντίστοιχα έθνη δημιουργήθηκαν και οι αντίστοιχες αυτοκρατορίες, καταλαμβάνοντας κι άλλα κράτη. Έτσι λοιπόν, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν λατινική, από την γέννησή της μέχρι την πτώση της το 476. Η λεγόμενη όμως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία», της οποίας την αρχή ορίζουμε το 330, στην ίδρυση δηλαδή της Βασιλεύουσας, ήταν ελληνική, και αυτό επιτεύχθηκε με τον τρόπο που ήδη καταδείξαμε ανωτέρω. Πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε κάτι το οποίο είναι μοναδικό για την εποχή που πραγματοποιήθηκε και πρωτόγνωρο στην παγκόσμιο ιστορία, ότι δηλαδή η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πέρασε στους Έλληνες, ήρθε στα χέρια των Ελλήνων, η Ρώμη κληροδοτήθηκε στην Ελλάδα,474 χωρίς μάχες, μόνο με τις πολιτικές μεταβολές που συνέβησαν τον 4ο αιώνα, και έτσι από λατινική, έγινε στο ανατολικό τμήμα της ελληνική, αφού το δυτικό παρέμεινε λατινικό μέχρι τέλους. Ο διαχωρισμός αυτός γίνεται διακριτός και από τις απαντήσεις των Νικηφόρου Φωκά και Ιωάννη Βατάτζη στον Λιουτπράνδο και πάπα Γρηγόριο Θ’ αντίστοιχα, αποκρινόμενοι πως ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε και κληροδότησε τα αυτοκρατορικά σκήπτρα στην Κωνσταντινούπολη, στους Έλληνες δηλαδή, αφήνοντας την Ρώμη μια απλή πόλη.475, 476 Ο C. Lepelley γράφει πως η ανεξαρτησία για τους Έλληνες αρχίζει τον 5ο αι., οι οποίοι δεν απέρριψαν την ρωμαϊκότητα προς όφελος του Ελληνισμού, αλλά αντίθετα όπλισαν τον Ελληνισμό με τα όπλα της ρωμαϊκής εξουσίας, αποδεχόμενοι την αυτοκρατορία προς το συμφέρον τους.477 Γι’ αυτό ωφέλιμο θα ήταν προς αποφυγή παρερμηνειών να ονομάζονται οι δύο περίοδοι αυτοί με το εθνολογικό τους όνομα, δηλαδή η πρώτη Λατινική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (27 π.Χ. – 476 μ.Χ.), ενώ η δεύτερη Ελληνική/Ελληνιστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (330 – 1453).
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον διατεινόμαστε ότι ο Μ. Κωνσταντίνος διέσωσε και αναγέννησε τον Ελληνισμό, διότι με τις αποφάσεις που πήρε,478 μετέφερε το κέντρο βάρους της Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα, και άλλαξε καθοριστικά τον ρου της ιστορίας. Αποτέλεσμα αυτού, η μετεξέλιξη της Αυτοκρατορίας, η οποία από λατινική έγινε ελληνική. Μάλιστα, αξιοπαρατήρητο είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά η Ελλάδα είχε ενιαία κρατική υπόσταση. Αυτό βέβαια συνέβη αρχικά με το κράτος του Μ. Αλεξάνδρου, παρ’ όλο που η Σπάρτη και η Ήπειρος παρέμειναν ανεξάρτητες, κάτι όμως που διήρκησε μέχρι τον θάνατό του, αφού η αυτοκρατορία του μοιράστηκε στους επιγόνους του. Αλλά ακόμα και την εποχή του μεγάλου βασιλέως, όπως και των κληρονόμων του, δεν έλειψαν οι αντιδράσεις και τα επαναστατικά κινήματα, τα οποία προσπαθούσαν να αποτινάξουν τον «μακεδονικό ζυγό», όπως για παράδειγμα ο λαμιακός πόλεμος και η θηβαϊκή εξέγερση,479, 480 ή εμφύλιες συγκρούσεις ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, γεγονός που διευκόλυνε την κατάληψη της Ελλάδος από τους Ρωμαίους.281 Φαίνεται λοιπόν, πως επί ελληνιστικών χρόνων δεν υπήρχε η ίδια εθνική συνοχή που υπήρξε στους βυζαντινούς χρόνους. Παρατηρούμε επίσης κάτι το οποίο ίσως να μην είναι ευρέως αντιληπτό. Το Ελληνικό Κράτος, το οποίο συστήθηκε το 1930, κατόπιν της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 και αυξήθηκε εδαφικά με τους μετέπειτα Αγώνες των Ελλήνων, είναι η συνέχεια του κράτους του Μ. Κωνσταντίνου, της λαμπρότερης Αυτοκρατορίας που υπήρξε στην ιστορία, υπό άλλη κρατική μορφή, και ποιούμε την αναφορά αυτήν για να δείξουμε τις καταβολές του ελληνικού κράτους, ως ενιαίου κρατικού μορφώματος, φέροντας ως αδιάψευστους μάρτυρες των λεγομένων μας τους Αγωνιστές του ’21.282
  • Από τα προαναφερθέντα μπορούμε να κατανοήσουμε και το θέμα των ονομάτων στην Ρωμανία, δηλαδή εκείνο του Έλληνα και του Ρωμαίου. Η ιστορία αυτή ξεκινά το 212 μ.Χ. όταν με το διάταγμα του Καρακάλλα όλοι οι ελεύθεροι πολίτες έφεραν το όνομα Ρωμαίος, ανεξαρτήτου εθνικότητος,483 ανάμεσα σε αυτούς φυσικά και οι Έλληνες. Από την εποχή εκείνη η σχέση των υποτελών κρατών με την Ρώμη δεν ήταν ένα είδος δουλείας, αλλά πλέον η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αποτελούσε τον πολιτισμένο κόσμο, έξω από τον οποίο υπήρχε η βαρβαρότητα.484 Αυτό συνέχισε να συμβαίνει και μετά τον διαχωρισμό της Αυτοκρατορίας το 395, με τους ανατολικούς και τους δυτικούς Ρωμαίους. Όταν λοιπόν κατελύθη το δυτικό κομμάτι, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν πλέον μόνο η Ανατολική, και Ρωμαίοι οι κάτοικοι του ανατολικού κράτους, οι οποίοι ήταν Έλληνες και ελληνιστές. Οπότε, οι μόνοι Ρωμαίοι πλέον ήταν οι Έλληνες/Ελληνιστές, αφού οι άλλοι κατακτήθηκαν από τα γερμανικά φύλα, και έτσι έχουμε ταύτιση αυτών των δύο όρων, του Έλληνα με του Ρωμαίου. Γι’ αυτό σημειώνει ο Veyne, πως οι Έλληνες προσεταιρίστηκαν το όνομα Ρωμαίος όταν πλέον εκτός από το πολιτισμικό πέρασε στα χέρια τους και το πολιτικό μέρος της Αυτοκρατορίας, και σαφώς δεν είχαν καμία σχέση με τους Λατίνους Ρωμαίους ως προς το εθνολογικό και πολιτισμικό κομμάτι, αφού δεν υπήρξε ποτέ συγχώνευση με αυτούς.485 Μάλιστα, όσο οι Έλληνες θα αποκαλούνται Ρωμαίοι, τους Δυτικούς μετά την πτώση της Ρώμης, θα του αποκαλούν Λατίνους και όχι Ρωμαίους.485 Ο Ρωμαίος με την νέα του σημασία σήμαινε τον Έλληνα. Είναι πασιφανές άλλωστε, όσον αφορά την ανατολική Μεσόγειο, πως η Ανατολική Αυτοκρατορία, ταυτίζεται με αυτή του Μ. Αλεξάνδρου, με την μόνη εξαίρεση πως στην Ρωμανία συμπεριλαμβανόταν και η Ιλλυρία, και θα ήταν ανόητο αν ισχυριζόμασταν, ότι επειδή οι Έλληνες άλλαξαν το όνομά τους, πως έχασαν την αυτοσυνειδησία τους και έπαψαν να είναι Έλληνες.
Αυτό φαίνεται από την χρησιμοποίηση ενός αρχαιότερου ονόματος που χαρακτήριζε τους Έλληνες, το «Γραικός»,486 κι αυτό διότι πλέον το «Έλληνας» σήμαινε τον ειδωλολάτρη.487 Για το θέμα αυτό αναλύει ο Ν. Σβορώνος ως εξής: «οι Έλληνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας… χρησιμοποιούν ήδη από τον 6ο αιώνα τον όρο Γραικός, παλαιό όνομα των Ελλήνων, όταν θέλουν να δηλώσουν την ελληνική τους εθνότητα και να διακριθούν από τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Τον όρο Γραικός τον βρίσκουμε στον ιστορικό Πρίσκο (6ο αι.) που αναφέρει ότι κάποιος που μιλάει ελληνικά θεωρείται «Γραικός το γένος», στον Προκόπιο, που τον χρησιμοποιεί δίπλα στον όρο Έλλην για τους κατοίκους της Ελλάδας, στον Ησύχιο που ερμηνεύει «Γραικός, Έλλην», στον Θεόδωρο Στουδίτη, στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (10ος αι.), στον Κεδρηνό και σε άλλους».488 Στους μεταγενέστερους ιστορικούς ο όρος απαντάται συχνότερα. Άλλο ένα στοιχείο που δείχνει ότι οι Ρωμαίοι ήταν οι Έλληνες και πως δεν χάθηκε ποτέ το εθνικό συναίσθημα του γένους μας, βρίσκεται στο έργο «Περί Θεμάτων» του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, όπου μέσα σε αυτό παραθέτει όλα τα θέματα της Ρωμανίας και τους λαούς που την περιστοίχιζαν. Όλους τους αναφέρει με το όνομά τους, αλλά πουθενά δεν κάνει λόγο για Έλληνες.489 Ποιος ο λόγος; Μήπως είχαν χαθεί από την ιστορία και εμφανίστηκαν ξαφνικά κάποτε στο μέλλον; Φυσικά και όχι, ο λόγος είναι πασιφανής, και πρόκειται για την ταύτιση των δύο όρων, Ελλήνων και Ρωμαίων, κάτι το οποίο καταδεικνύει επίσης, πως μόνο οι Έλληνες και οι εξελληνισμένοι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας έφεραν αυτό το όνομα.490
Οπότε, ο Ρωμαίος πλέον σήμαινε τον Έλληνα ή ελληνιστή Χριστιανό Ορθόδοξο, και όχι πως έπαψαν να υπάρχουν οι Έλληνες με την αλλαγή μόνο του ονόματος, την στιγμή που όλος ο κόσμος ζούσε στα πλαίσια του ελληνικού πολιτισμού. Σήμερα, και με το πέρασμα των αιώνων για να εννοήσουμε καλύτερα το τι σημαίνει Ρωμαίος παραθέτουμε τον ορισμό του π. Γεωργίου Μεταλληνού: «ως Ρωμαίοι οι Έλληνες δηλώνουμε τον σύνδεσμο του Έθνους μας με την ορθόδοξη, αγιοπατερική παράδοση και την ορθόδοξη ταυτότητά μας. Γι’ αυτό έχουμε τη συνείδηση ότι εθνικά-φυλετικά είμασθε Έλληνες ή (και) Γραικοί (όλα δικά μας είναι) πνευματικά, όμως, δηλαδή στην πίστη μας είμασθε Ρωμαίοι-Ρωμηοί, δηλαδή Ορθόδοξοι Χριστιανοί και όχι εξωμότες Γραικύλοι και «γενίτσαροι» προς την Οθωμανική Ανατολή (Τουρκιά) ή την αλλοτριωμένη Δύση (Φραγκιά)».491
  • Την πρωτοβυζαντινή εποχή λοιπόν, κατά τον Ostrogorsky η Αυτοκρατορία εξελληνιζόταν με ραγδαίους ρυθμούς, ειδικά την εποχή του Θεοδοσίου Β’,492 για τους λόγους που περιγράφηκαν στην αρχή,493συμπεριλαμβανομένου του νόμου του 439, με τον οποίο ο Θεοδόσιος «επέτρεψε τον ελληνικό τρόπο συμπεριφοράς, δημόσια και ιδιωτικά».494 Σε όλο αυτό το διάστημα όπως έχουμε ήδη αναφέρει οι Αυτοκράτορες κατάγονταν από ελληνικές περιοχές, όπως και οι άνθρωποι της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης, καθώς γίνεται φανερό από την πλειονότητα των συνεργατών του Ιουστινιανού.495, 496Βέβαια, υπήρχαν και άτομα άλλων εθνικοτήτων, όμως το κύριο στοιχείο ήταν το ελληνικό, όπως ομολογεί στους νόμους (Νεαρές) του ο προαναφερθείς Αυτοκράτορας, συντάσσοντάς τους στα ελληνικά,497ένα φαινόμενο που δείχνει πως ο εν λόγω Αυτοκράτωρ και κατά συνέπεια και το σύνολο αυτών, γνώριζαν όπως είναι φυσικό ποιον λαό άρχουν. Στο διάστημα αυτό όμως, η επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η λατινική, γεγονός που δείχνει κατά ορισμένους ότι ακόμη ο εξελληνισμός δεν είχε επέλθει. Αυτό κατά την άποψή μου δεν ευσταθεί, διότι πρέπει να σκεφτούμε ότι μιλάμε για την ισχυρότερη Αυτοκρατορία και την παγκόσμια δύναμη της εποχής εκείνης, οπότε η όποια αλλαγή δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί αυτοστιγμεί. Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος, που η Ανατολική Αυτοκρατορία διατήρησε ορισμένες από την παλαιές παραδόσεις, και αυτός είναι η ρωμαϊκή κληρονομιά, η οποία αυτομάτως χορηγούσε και την παγκόσμια κυριαρχία. Αργότερα, όταν τα δυτικά κράτη προσπάθησαν να ανασυστήσουν την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και επιχειρούσαν να καρπωθούν αυτά την ρωμαϊκή κληρονομιά, ένα από τα επιχειρήματά που έφεραν γι’ αυτό, ήταν ότι οι Έλληνες άφησαν την πατροπαράδοτη ρωμαϊκή γλώσσα και ομιλούσαν την ελληνική.498 Βέβαια, τα δυτικά κράτη εκείνης της εποχής, δεν είχαν καμία σχέση με το ρωμαϊκό παρελθόν, αφού ήταν γερμανικής καταγωγής, τα οποία επιχειρούσαν να δημιουργήσουν μια νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με την συγκατάθεση του πάπα.499 Επομένως, φαίνεται πως ορισμένα πράγματα γίνονται επί σκοπού για πολιτικούς και διπλωματικούς λόγους.
  • Το γεγονός ότι από τον 5ο αιώνα η Αυτοκρατορία είχε εξελληνιστεί φαίνεται εκτός των όσων αναφέραμε έως τώρα, και από τους γειτονικούς λαούς της Ρωμανίας, οι οποίοι χαρακτήριζαν το κράτος ελληνικό και τον Βασιλιά με τους κατοίκους Έλληνες.500 Οπότε, ήταν φυσικό επακόλουθο να επέλθει ο πλήρης και τυπικός εξελληνισμός του κράτους με τις μεταρρυθμίσεις του Ηρακλείου, και την ανάληψη της εξουσίας από πρόσωπα αμιγώς ελληνικής καταγωγής ή πλήρως εξελληνισμένους. Αυτός μάλλον είχε οριστικοποιηθεί κατά την εποχή του Ιουστινιανού, γι’ αυτό μετά από αυτόν εμφανίζονται και οι πρώτοι αμιγώς Έλληνες Αυτοκράτορες, κι αυτός ίσως είναι ο λόγος που μερικοί ιστορικοί ορίζουν στις μελέτες τους ως πρώτο κεφάλαιο την εποχή από τον Μ. Κωνσταντίνο έως τον Ιουστινιανό.501, 502 Γίνεται λοιπόν φανερό, πως ο βαθμός εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας είναι ανάλογος με την καταγωγή των Αυτοκρατόρων. Δηλαδή, μέχρι τον Θεοδόσιο Β’ προετοιμαζόταν ο εξελληνισμός, με τους εκλατινισμένους ή λατινίζοντες Έλληνες ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε και με τους αμιγώς Έλληνες επήλθε και κατά τους τύπους.
  • Και μιας και έχει γίνει εκτενής λόγος περί εξελληνισμού, ας κάνουμε μια σημαντική παρατήρηση στο εν λόγω σημείο. Πολλοί μπορεί να ισχυριστούν όπως είπαμε, πως η Αυτοκρατορία δεν ήταν ελληνική, λόγω της ύπαρξης και μη ελληνικού στοιχείου εντός των συνόρων, ακόμα κι αν αυτό είχε δεχθεί εξελληνισμό. Πρέπει λοιπόν να διευκρινίσουμε πως ο Ελληνισμός δεν περιορίζεται εντός των στενών γεωγραφικών ορίων της νοτίου Βαλκανικής χερσονήσου και της Μ. Ασίας, αλλά πως είναι οικουμενικός και ευρύτερος, σε σημείο μάλιστα ο εξελληνισμός να σημαίνει τον εκπολιτισμό.503, 504 Ο οικουμενικός χαρακτήρας του Ελληνισμού φάνηκε από τους δύο αποικισμούς της αρχαιότητας,505 όμως την σφραγίδα σε αυτόν έβαλε ο Μ. Αλέξανδρος, ο οποίος οριστικοποίησε την τάση αυτή του Ελληνισμού. Από τότε το επίθετο που χαρακτηρίζει τον Ελληνισμό δεν είναι τόσο το «ελληνικός», αλλά περισσότερο το «ελληνιστικός», γιατί αυτό δείχνει την παγκοσμιότητα του Ελληνισμού και την ευκαιρία τού να μετέχει όποιος επιθυμεί σε αυτόν και στην ουσία να γίνεται Έλληνας. Τα όσα λέμε ούτε φονταμελιστικά είναι ούτε σαφέστατα ρατσιστικά, αλλά ιστορικώς αληθή, και περίτρανη απόδειξη αυτών είναι ο Χριστιανισμός, η αληθινή πίστη του Θεού, που αφορά κάθε άνθρωπο αδιακρίτως, ο οποίος αναπτύχθηκε αρχικώς μέσα στο ελληνιστικό περιβάλλον της ανατολικής Μεσογείου, γεγονός που έκανε τον Μέγα Ιεράρχη της Εκκλησίας, τον Άγιο Νεκτάριο να ομολογήσει πως «ο διασπαρείς υπό του Αλεξάνδρου Ελληνισμός προπαρασκεύασε την οδό του Χριστιανισμού από τον Αυτοκράτορα Μέγαν Κωνσταντίνον».506 Κινούμενος στο ίδιο πνεύμα ο εθνικός μας ιστορικός, προσυπογράφει τα λόγια του Αγίου λέγοντας πως «ο Αλέξανδρος προετοίμασε το έδαφος για την εξάπλωση της νέας πίστεως, o Μέγας Κωνσταντίνος της εξασφάλισε την επικράτηση»,507και συνεχίζει λέγοντας πως η διάδοση του Ελληνισμού ήταν έργο της Θείας Πρόνοιας, για την εξάπλωση του Λόγου του Θεού, γεγονός στο οποίο υποβοήθησε ο κυρίαρχος στην Ανατολή Ελληνισμός, σημειώνοντας πως τέτοια γεγονότα μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι.508
  • Ένα ακόμα θέμα που πρέπει να διαλευκανθεί, είναι αυτό της ελληνικής εθνικής συνείδησης κατά την περίοδο της Ρωμανίας. Αποτελεί απορία το πόσο Έλληνες αισθάνονταν οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας της περιόδου από τον 6ο έως τον 10ο αιώνα για παράδειγμα, και πόσο Έλληνες ήταν οι κάτοικοι και οι Αυτοκράτορες εκ Μ. Ασίας. Αναφορά στο θέμα αυτό είχε κάνει ο Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος ισχυριζόταν πως ο Ελληνισμός αυτός δεν έμοιαζε με τον αρχαίο.509 Αυτό όμως, ούτε μεμπτό είναι ούτε πρέπει να ανησυχεί κανέναν, για τον απλό λόγο ότι ο Ελληνισμός, όπως όλοι οι πολιτισμοί, μεταβάλλονται από εποχή σε εποχή και από περιοχή σε περιοχή. Αυτό συμβαίνει διότι οι πολιτισμοί παράγονται από ανθρώπους, οι οποίοι έχουν διαφορές μεταξύ τους, ακόμα κι αν είναι ομοεθνείς. Για παράδειγμα, ο ποντιακός ελληνισμός δεν είναι ίδιος με τον κρητικό και τον κυπριακό, όπως και ο Ελληνισμός των παραλίων της Μ. Ασίας διαφέρει με αυτόν της Β. Ελλάδος, κατά τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα. Αυτό δεν σημαίνει πως ο ένας είναι «λιγότερο» Ελληνισμός από τον άλλον, αλλά ότι όλοι οι κατά τόπους διαφορετικοί πολιτισμοί, συνθέτουν τον έναν κοινό Ελληνικό πολιτισμό. Ομοίως και με τις χρονολογικές περιόδους, ο Ελληνισμός μεταβάλλεται ως κάτι ζωντανό, αφού είπαμε αποτελείται από ανθρώπους, και αυτό εύκολα μπορούμε να το κατανοήσουμε από την ελληνική γλώσσα. Η γλώσσα στην ομηρική εποχή διαφέρει από αυτήν της κλασικής, όπως και αυτή με την σειρά της με την κοινή ελληνιστική, την καθαρεύουσα και την καθομιλουμένη σήμερα δημοτική γλώσσα. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως η ελληνική γλώσσα έπαψε να είναι ελληνική, αλλά πως με το πέρασμα των χρόνων μεταβλήθηκε ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες της κάθε εποχής.
Έτσι συμβαίνει και με τον πολιτισμό, τότε στην Ρωμανία ο Ελληνισμός ήταν αυτοκρατορικός και οικουμενικός, ενώ με την συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας έγινε περισσότερο εθνικός, γι’ αυτό ομοιάζει πιο πολύ με τον σημερινό, και λέμε πως η Αυτοκρατορία γινόταν πιο ελληνική όσο έφτανε προς το τέλος της. Δεν έγινε πιο ελληνική, απλώς αυτή η έκφανση του Ελληνισμού ταιριάζει περισσότερο με τον σημερινό Ελληνισμό, λόγο της κρατικής υπόστασης, και γι’ αυτόν τον λόγο μας φαίνεται πιο οικεία. Αν ισχυριστούμε κάτι διαφορετικό, κινδυνεύουμε να υποπέσουμε στο σφάλμα του αναχρονισμού, γι’ αυτό πρέπει να βλέπουμε την ιστορία από την οπτική της εκάστοτε εποχής, με τα δεδομένα που τότε ίσχυαν. Για να ολοκληρώσουμε το ζήτημα του πολιτισμού, αναφέρουμε και την παιδεία που υπήρχε την εποχή του μεσαιωνικού Ελληνισμού, η οποία ήταν ελληνική, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η μεγάλη προσήλωση στην εκμάθηση του Ομήρου,510 όπως και η εθνική συνείδηση των κατοίκων, η οποία διαμορφώθηκε κυρίως από την εκμάθηση της ελληνικής ιστορίας και γραμματείας, καθώς αποδείχθηκε στο πρώτο μέρος της έρευνας.511Αντιθέτως, η λατινική γλώσσα δεν αποτελούσε μέρος της διδακτέας ύλης στην Ανατολή, και η λατινική γραμματεία, εκκλησιαστική ή κοσμική, δεν διδασκόταν. Οι περισσότεροι Έλληνες που μάθαιναν την λατινική, το έπρατταν με επιφανειακά κίνητρα, δηλαδή χάριν περεταίρω γνώσεως, και όλα αυτά συμβαίνουν ήδη από το τέλος του 4ου αι. με αρχές του 5ου,512δηλαδή λίγο πριν την περίοδο που, όπως πολλάκις δείξαμε, άρχισε ο εξελληνισμός του κράτους.
  • Εκτός από την καταγωγή των Αυτοκρατόρων, επιτακτική ανάγκη είναι να ερευνήσουμε σε γενικές γραμμές και την σχέση τους με τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, αφού πολλές αιρέσεις ταλαιπώρησαν αρκετές φορές το κράτος, πολλάκις με την υποστήριξη του εκάστοτε Αυτοκράτορα. Βλέπουμε λοιπόν, πως οι πέντε πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι συνεκλήθησαν από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου έως εκείνη του Ιουστινιανού, ενώ η Έκτη πραγματοποιήθηκε επί Κωνσταντίνου Δ’ Πωγωνάτου (680) και η Έβδομη επί Κωνσταντίνου ΣΤ’ και Ειρήνης της Αθηναίας (787).513, 514 Οι επόμενες δύο που πραγματοποιήθηκαν επί Αγίου Φωτίου του Μεγάλου και Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά,514αφορούσαν κυρίως εξωτερικές αιρέσεις, και συγκεκριμένα την παπική, ενώ οι πρώτες Επτά, αιρέσεις εντός της Αυτοκρατορίας. Γίνεται φανερό, πως από το τέλος της εικονομαχίας μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας, όλοι οι Αυτοκράτορες ήταν ευσεβείς κατά την Ορθόδοξο πίστη, γεγονός που δείχνει και μεγαλύτερη ομοιομορφία εντός των συνόρων του κράτους. Εξαίρεση αποτελεί η περίοδος των Παλαιολόγων, την εποχή των οποίων ξεκίνησαν οι επαφές με τον πάπα για ένωση της Εκκλησίας με την δυτική αίρεση, απόφαση η οποία έφερε μεγάλη αναστάτωση στον πληθυσμό.515 Πάντως, οι ενωτικοί Αυτοκράτορες δεν ήταν αιρετικοί όπως οι υποστηρικτές των παλαιών αιρέσεων, αλλά μάλλον κατ’ ανάγκη έπραξαν, γεγονός όμως που δεν δικαιολογεί την απόφασή τους αυτή, αφού η Ορθόδοξος Εκκλησία και Πίστη δεν αλλοιώνονται στο παραμικρό (Ματθ. Ε’, 17-20). Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί μετανόησαν γι’ αυτή τους την ενέργεια.
Αυτές ήταν οι παρατηρήσεις που προέκυψαν από την έρευνα, που εκτός από την εθνική καταγωγή των Αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως, αφορούσαν τον γενικό εθνικό χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας. Ίσως να φαίνονται μη σχετικές με το αναλυθέν θέμα, όμως έπρεπε να δείξουμε, πρώτον σε ποιο περιβάλλον βασίλευσαν αυτοί οι άνθρωποι και δεύτερον ήταν μια μεγάλη ευκαιρία μαζί με την ελληνικότητα των Αυτοκρατόρων να καταδειχθεί και η ελληνικότητα της Αυτοκρατορίας. Δεν χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο περί του θέματος της ελληνικότητας, αρκούν οι μαρτυρίες των ιστορικών, των γειτονικών λαών της Ρωμανίας, καθ’ όλη την διάρκειά της και φυσικά οι ομολογίες των ίδιων των κατοίκων, οι οποίες είναι πραγματικά ατέρμονες και δεν γίνεται να παρουσιαστούν σε αυτήν την έρευνα.516
Τα όσα γράφτηκαν στο έργο αυτό, έγιναν με κύριο σκοπό να προασπιστούν την Ιστορία του θεοφιλεστάτου, θεοσεβεστάτου και περιευκλεεστάτου Ελληνικού Έθνους, την περίοδο της ελληνικής μεσαιωνικής (Βυζαντινής) Ιστορίας, η οποία αποτελεί και την πλέον ευαίσθητη, από την άποψη ότι αυτή είναι που συνδέει την αρχαία με την νέα Ελλάδα, και αποτελεί τον κύριο κρίκο της ιστορικής ενότητας του Ελληνισμού. Αυτή λοιπόν η περίοδος βάλλεται διττώς, από τους ανθέλληνες και τους αντιχρίστους. Οι πρώτοι επιχειρούν να δείξουν ότι η ελληνική ιστορία δεν έχει συνέχεια, και πως η μεγαλύτερη απ’ όλες τις απόψεις Αυτοκρατορία όλων των εποχών δεν είναι ελληνική και οι δεύτεροι να κάνουν τον κόσμο τεχνηέντως να πιστέψει ότι λόγο του Χριστιανισμού, επήλθε παρακμή στην ανθρωπότητα, ενώ στην πραγματικότητα συνέβη το ακριβώς αντίθετο, αλλά για το θέμα αυτό δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι άλλο, βοά η ιστορία. Μάλιστα, αυτός ο δεύτερος λόγος είναι ο κυριότερος και σημαντικότερος, αφού τόσο μένος και ψεύδος για άλλες αυτοκρατορίες ή κράτη, ακόμα και πρόσωπα, δεν έχει υπάρξει ξανά, ούτε καν για την Ρωμαϊκή, που ο δήμος της Ρώμης ευφραινόταν να βλέπει άγρια ζώα κυριολεκτικά να τρώνε ανθρώπους στο Κολοσσαίο. Όπως και ‘χει, ας γνωρίζουν οι εχθροί και οι «φίλοι» μας, πως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η σημαία της Ελλάδος και της Ρωμιοσύνης θα κυματίζει πάντοτε, και επί πάσα κτίση και εν παντί καιρώ και ώρα θα δοξάζεται και θα υμνείται το όνομα του Χριστού.
Βιβλιογραφία
  1. Ostrogorsky (1969),History of the Byzantine State, σελ. 123
  2. A.A. Vasiliev (1954), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, σελ. 136, Α’ έκδοση 1925, μετάφραση Δημοσθένης Σαβράμης, εκδόσεις Μπεργάδη
  3. Σ.Ι. Καργάκος (2012), Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, τόμος Β’, σελ. 105, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα
  4. Σ.Ι. Καργάκος (2012), τόμος Β’, σελ. 111
  5. P. Kershaw (2013), A Brief History of the Roman Empire, Constable & Robinson Ltd, London
  6. F. Morgan (2012), The Roman Empire: Fall of the West; Survival of the East, AythorHouse, Bloomington
  7. Heather (2006), The Fall of the Roman Empire: A New History of Rome and the Barbarians, Oxford University Press
  8. Κ. Παπαρρηγόπουλος (1860-1876), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, βιβλίο όγδοο, σελ. 192-193, εκδόσεις Κάκτος, 1992
  9. Σ.Ι. Καργάκος (2012), τόμος Α’, σελ. 23-28
  10. A.A. Vasiliev (1954), σελ. 27
  11. Δ. Κωνσταντέλος (1998), «The Formation of the Hellenic Christian Mind», II, from his book: Christian Hellenism. Essays and Studies in Continuity and Change, Publishing by Aristide D. Caratzas, New Rochelle, New York & Athens, http://www.myriobiblos.gr/texts/english/Constantelos_1.html
  12. Σ.Ι. Καργάκος (2012), τόμος Β’, σελ. 50-51
  13. Treadgold (1997),A History of the Byzantine State and Society, σελ. 128, Stanford: Stanford University Press
  14. Σ.Ι. Καργάκος (2012), τόμος Β’, σελ. 48-49
  15. Δ.Κωνστανέλος (1971), «Kyros Panopolites, Rebuilder of Constantinople», σελ. 451, 454, Stockton State College, http://grbs.library.duke.edu/article/viewFile/9871/4475
  16. R. Martindale, A.H.M. Jones, J. Morris (1980), The Prosopography of the Later Roman Empire: A.D. 395-527σελ. 338, Cambridge University Press
  17. Σ.Ι. Καργάκος (2012), τόμος Β’, σελ. 63-64
  18. Paul Veyne (2005), L’empire gréco-romain, Éditions du Seuil, Paris, http://www.hellinon.net/NeesSelides/NEOTERES/EllinesRomaioi.htm
  19. Κ. Παπαρρηγόπουλος (1860-1876), βιβλίο όγδοο, σελ. 362
  20. C. Diehl (2002), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμος Α’, σελ. 7, εκδόσεις Ηλιάδη, Α’ έκδοση 1920
  21. A.A. Vasiliev (1954), σελ. 117
  22. S. Gruen (2005), «Augustus and the Making of the Principate», in The Cambridge Companion to the Age of Augustus (Cambridge Companions to the Ancient World), ed. Karl Galinsky, 33–51. Cambridge, MA, New York: Cambridge University Press
  23. Taagepera (1997), «Expansion and Contraction Patterns of Large Polities: Context for Russia», International Studies Quarterly, 41 (3): 492–502
  24. Maddison (2001), The World Economy: A Millennial Perspective, σελ. 97, Organisation for Economic Co-operation and Development
  25. Paul Veyne (2005), L’empire gréco-romain, Éditions du Seuil, Paris, http://www.hellinon.net/NeesSelides/NEOTERES/EllinesRomaioi.htm
  26. Liuprand, Report of his Mission to Constantinople, 467, english translate, http://sourcebooks.fordham.edu/source/liudprand1.asp
  27. http://www.impantokratoros.gr/F20A9610.el.aspx
  28. Paul Veyne (2005), L’empire gréco-romain, Éditions du Seuil, Paris, http://www.hellinon.net/NeesSelides/NEOTERES/EllinesRomaioi.htm
  29. Σ.Ι. Καργάκος (2012), τόμος Α’, σελ. 130-133
  30. Paul Veyne (2005), L’empire gréco-romain, Éditions du Seuil, Paris, http://www.hellinon.net/NeesSelides/NEOTERES/EllinesRomaioi.htm
  31. Σ.Ι. Καργάκος (2014), Μέγας Αλέξανδρος: Ο Άνθρωπος Φαινόμενο, Α’ μέρος, σελ. 199-202, ειδική έκδοση Real Media
  32. Κ. Παπαρρηγόπουλος (1860-1876), βιβλίο έβδομο, σελ. 231-257
  33. Θ. Δασκαλοθανάσης (2016), «Βυζάντιο και Επανάσταση 1821», Βυζαντινών Ιστορικάhttp://www.lavaro21.gr/2016/05/26/vyzantio-ke-epanastasi-1821/
  34. Lim (2010), The Edinburgh Companion to Ancient Greece and Rome: Late Antiquity, σελ. 114, Edinburgh University Press
  35. Oxford English Dictionary, 2009, 2nd ed., v. 4.0, Oxford University Press
  36. Paul Veyne (2005), L’empire gréco-romain, Éditions du Seuil, Paris, http://www.hellinon.net/NeesSelides/NEOTERES/EllinesRomaioi.htm
  37. Αριστοτέλης, Μετεωρολογικά, 352b, http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/ancient_authors/Aristoteles/meteorologica.htm
  38. http://www.oodegr.com/neopaganismos/ellinikotita/ellinas1.htm
  39. Ν. Σβορώνος (2005), Το Ελληνικό Έθνος: Γένεση και Διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, σελ. 61-62, Δημήτρης Σιδηρόπουλος και εκδόσεις Πόλις
  40. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί Θεμάτων, Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς
  41. Porta Aurea, «Η Ελληνικότητα των Βυζαντινών», Γ’ 9, 16-17, 26-27, https://bluebig.wordpress.com/2014/01/25/η-ελληνικοτητα-των-βυζαντινων/
  42. Π. Γεώργιος Μεταλληνός (2010), «Το όνομα Ρωμηός και η ιστορική του σημασία», περιοδικό ΕΡΩ, http://www.impantokratoros.gr/romaios-romhos.el.aspx
  43. Δ.Κωνστανέλος (1971), «Kyros Panopolites, Rebuilder of Constantinople», σελ. 454, Stockton State College, http://grbs.library.duke.edu/article/viewFile/9871/4475
  44. G. Ostrogorsky (1969), σελ. 65
  45. Κ. Παπαρρηγόπουλος (1860-1876), βιβλίο όγδοο, σελ. 369
  46. Σ.Ι. Καργάκος (2012), τόμος Β’, σελ. 139-153
  47. Ηλίας Λάσκαρης (1995), Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, τόμος Α’, σελ. 67, έκδοση Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα
  48. Σ.Ι. Καργάκος (2012), τόμος Β’, σελ. 165
  49. Liuprand, Report of his Mission to Constantinople, 467, english translate, http://sourcebooks.fordham.edu/source/liudprand1.asp
  50. Bryce (1864),The Holy Roman Empire, σελ. 38-42,McMillan, London
  51. Porta Aurea, «Η Ελληνικότητα των Βυζαντινών», Β’ 1-7, https://bluebig.wordpress.com/2014/01/25/η-ελληνικοτητα-των-βυζαντινων/
  52. A.A. Vasiliev (1954), σελ. 165
  53. C. Diehl (2002), τόμος Α’, σελ. 11
  54. Σ.Ι. Καργάκος, «Η αρχαία Θράκη», Οικονομικόςhttp://sarantoskargakos.gr
  55. Paul Veyne (2005), L’empire gréco-romain, Éditions du Seuil, Paris, http://www.hellinon.net/NeesSelides/NEOTERES/EllinesRomaioi.htm
  56. Ancient History Encyclopedia, «Greek Colonization», http://www.ancient.eu/Greek_Colonization/
  57. Ν. Μάρτης (2003), «Μέγας Αλέξανδρος, ο με κανένας άλλον θνητόν όμοιος», http://palio.antibaro.gr/national/marths_alexandros.htm
  58. Ι. Σαρσάκης (2010), «Το Χριστιανικό Κράτος του Μεσαιωνικού Ελληνισμού», Στρατιωτική Επιθεώρηση, σελ. 33
  59. Κ. Παπαρρηγόπουλος (1860-1876), βιβλίο έβδομο, σελ. 268-271
  60. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1932), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930, προσθήκες, σημειώσεις και βελτιώσεις υπό Παύλου Καρολίδου, τόμος 4, μέρος Α’, σελ. 301, εκδόσεις Ελευθερουδάκης, Αθήνα
  61. St. Runciman (2009), «Η Εκπαίδευση και η Μόρφωση των Βυζαντινών (ως τον 7ο αιώνα)», από το βιβλίο Βυζαντινός Πολιτισμός (1933), http://www.e-istoria.com/70.html
  62. Σπ. Παναγόπουλος, Η Ανώτατη Εκπαίδευση στο Βυζάντιοhttp://www.eriande.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio4/praktika1/panagopoulos.htm
  63. H.M. Jones (1986), The Later Roman Empire, 284–602: A Social, Economic, and Administrative Survey, σελ. 988, Baltimore: JHU Press
  64. http://www.impantokratoros.gr/D0F2E206.el.aspx
  65. http://www.oodegr.com/oode/dogma/synodoi/synodoi1.htm
  66. Π. Γεώργιος Μεταλληνός (2008), «Η Διάσταση Ενωτικών – Ανθενωτικών και οι συνέπειές της για το Γένος», http://www.impantokratoros.gr/6485973E.el.aspx
  67. Porta Aurea, «Η Ελληνικότητα των Βυζαντινών», https://bluebig.wordpress.com/2014/01/25/η-ελληνικοτητα-των-βυζαντινων/
ΠΗΓΗ: http://www.antibaro.gr/article/17496

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου